σπαράξει

σπαράξει
σπάραξις
retching
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
σπαράξεϊ , σπάραξις
retching
fem dat sg (epic)
σπάραξις
retching
fem dat sg (attic ionic)
σπαράσσω
tear
aor subj act 3rd sg (epic)
σπαράσσω
tear
fut ind mid 2nd sg
σπαράσσω
tear
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απομεινάρι — το ιού, ό,τι υπόμεινε, το υπόλειμμα: Τ απομεινάρια στο κλουβί, που κειτόταν στο πάτωμα, έδειχναν πως η γάτα είχε σπαράξει το φλώρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”